διαχύσεως

διαχύσεως
διαχύσεω̆ς , διάχυσις
diffusion
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαχυσίμετρο — το όργανο που χρησιμοποιείται στη μέτρηση τής διαχύσεως …   Dictionary of Greek

  • παραβολικός — ή, ό / παραβολικός, ή, όν, ΝΑ [παραβολή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παραβολή, αλληγορικός («παραβολικός λόγος») νεοελλ. 1. αυτός που έχει σχήμα γεωμετρικής παραβολής 2. φρ. α) «παραβολική θερμάστρα» (ηλεκτρολ.) ηλεκτρική θερμάστρα με… …   Dictionary of Greek

  • τοποσκόπιο — το, Ν ιατρ. ηλεκτρονική συσκευή για την απόδοση και καταγραφή τού ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος υπό μορφή διαφορετική από την παραδοσιακή, η οποία επιτρέπει ενημέρωση για τον βαθμό διαχύσεως τής ηλεκτρικής δραστηριότητας και για την ταχύτητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”